- χαρτοβιομηχανία
- ηχαρτοποιία, βιομηχανία κατασκευής χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοβιομηχανία — η, Ν η βιομηχανία παραγωγής χαρτιού και χάρτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πολυακρυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών μακρομοριακών υλών που λαμβάνονται κατά τον πολυμερισμό τού ακρυλικού και τού μεθακρυλικού οξέος και τών παραγώγων τους 2. φρ. α) «πολυακρυλικό οξύ» χημ. πολυμερές τού ακρυλικού οξέος που ανήκει στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
χαρτοβιομηχανικός — ή, ό, Ν [χαρτοβιομήχανος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτοβιομηχανία και στον χαρτοβιομήχανο … Dictionary of Greek
Κένταλ — (Kendal). Πόλη (27.000 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στη βορειοδυτική Αγγλία, στην περιοχή Λέικ Ντίστρικτ της κομητείας Κάμπρια. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Κεντ, σε απόσταση 30 χλμ. από το Λάνκαστερ, με το οποίο συνδέεται σιδηροδρομικά.… … Dictionary of Greek
Στάφορντ — (Stafford). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (55.000 κάτ.) στον ποταμό Σόου. Είναι βιομηχανικό κέντρο με αναπτυγμένη σιδηρουργία, μηχανικές κατασκευές, χημικά προϊόντα, καλτσοβιομηχανία και χαρτοβιομηχανία. Η κομητεία… … Dictionary of Greek
χηλισμός — Χημική αντίδραση, που οδηγεί στον σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων· οι ενώσεις αυτές ονομάζονται χηλικές. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1920 από τους Μόργκαν και Ντριου, και … Dictionary of Greek